υποφίαλα

υποφίαλα
τὰ, Μ
(ενν. κηρία) κεριά τα οποία ήταν τοποθετημένα σε κηροπήγια κάτω από φιάλη για να μην σβήνουν από τον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φιάλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποφίαλα — ὑποφίᾱλα , ὑπό φιάλλω undertake aor ind act 1st sg (attic) ὑποφίᾱλα , ὑπό φιάλλω undertake aor ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”